δεκαεξασύλλαβος

δεκαεξασύλλαβος
-η, -ο
1. αυτός που έχει δεκαέξι συλλαβές
(«λέξη δεκαεξασύλλαβη»)
2. το αρσ. ως ουσ. δεκαεξασύλλαβος (στίχος)
στίχος που αποτελείται από δεκαέξι συλλαβές, όπως «άλλαι μεν βουλαί ανθρώπων, άλλα δε Θεός κελεύει».
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεκαέξι + συλλαβή. Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στον Π. Σούτσο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δεκαεξασύλλαβος — η, ο 1. αυτός που αποτελείται από δεκαέξι συλλαβές. 2. το αρσ. ως ουσ., δεκαεξασύλλαβος στίχος που αποτελείται από δεκαέξι μετρικές συλλαβές: Ο Παλαμάς χρησιμοποίησε και το δεκαεξασύλλαβο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”